- επιφοινίσσω
- ἐπιφοινίσσω (Α)1. κάνω κάτι κόκκινο στην επιφάνεια, κοκκινίζω («ἵνα τὴν ὑπέρλευκον αὐτῶν... [τῶν παρειῶν] χροιὰν τὸ πορφυροῡν ἄνθος ἐπιφοινίξῃ», Λουκιαν.)2. (αμτβ.) κλίνω προς το κόκκινο χρώμα («οἷς τὸ πρόσωπον ἐπιφοινίσσον ἐστί», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φοινίσσω (< φοίνιξ ΙV «πορφύρα»)].
Dictionary of Greek. 2013.